Ἀδάμ

Ἀδάμ
Ἀδάμ, ὁ indecl. (אָדָם) (LXX, pseudepigr., Philo, Just.; Mel., P. 83.—In Joseph. Ἄδαμος, ου [Ant. 1, 66]) Adam, the first human being 1 Ti 2:13; B 6:9 (cp. Gen 1:27ff). Ancestor of humanity Ro 5:14; Jd 14; 1 Cl 50:3. Hence πατὴρ ἡμῶν 6:3; people are υἱοὶ Ἀ. 29:2 (cp. Dt 32:8). In the genealogy of Jesus Lk 3:38. His fall Ro 5:14; 1 Ti 2:14. While A. was praying, Eve was seduced by the serpent GJs 13:1 (ApcMos 17). Some hold there existed the conception that at the end of the world the initial events will repeat themselves, and that hence Adam, who destroys all, is contrasted w. Christ, who gives life to all 1 Cor 15:22 (HGunkel, Schöpfung u. Chaos 1895). The parallel betw. Adam and Christ and the designation of Christ as future Ro 5:14 is well known. It is debatable whether the well-known (gnostic) myth of the first human being as a redeemer-god directly influenced Paul or whether he arrived at his view through Jewish perceptions (s. Bousset, Kyrios Christos 2, 1921, 140–45; Rtzst., Erlösungsmyst. 107ff and s. on ἄνθρωπος 1d). On the debate stimulated by KBarth, Christus u. Adam nach Römer 5, ’52, s. RBultmann, Adam u. Christus nach Röm. 5, ZNW 50, ’59, 145–68; EBrandenburger, Adam u. Christus, ’62; EJüngel, ZTK 60, ’63, 42–74.—BMurmelstein, Adam. E. Beitrag z. Messiaslehre: Wiener Ztschr. f. d. Kunde d. Morgenlandes 35, 1928, 242–75; 36, 1929, 51–86; Ltzm., exc. on 1 Cor 15:45–49; AVitti, Christus-Adam: Biblica 7, 1926, 121–45; 270–85; 384–401; ARawlinson, The NT Doctrine of the Christ 1926, 124ff; CKraeling, Anthropos and the Son of Man, 1927; AMarmorstein, ZNW 30, ’31, 271–77; OKuss, Ro 5:12–21. D. Adam-Christusparallele, diss. Bresl. 1930; GWestberg, The Two Adams: BiblSacra 94, ’37, 37–50; ARöder, D. Gesch.-philos. des Ap. Pls., diss. Frb. ’38; SHanson, Unity of the Church in the NT, ’46, 66–73; RScroggs, The Last Adam, ’66 (bibliog. 123–28); JFitzmyer, ABComm Ro 423–28 (lit.).—EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Γέφυρα του– — Ύφαλοι που εκτείνονται σε μήκος περίπου 30 χλμ. ανάμεσα στη ΝΑ ακτή της Ινδίας και στο νησί Σρι Λάνκα. Λέγονται και Γέφυρα του Ραμά και θεωρούνται από τις τοπικές παραδόσεις πανάρχαια υπολείμματα λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε το νησί με την Ινδική …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, μήλο του– — Ο θυρεοειδής χόνδρος του λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • Σαλ φον Μπελ, Ιωάννης Αδάμ — (Schall von Bell), Γερμανός ιεραπόστολος (1592 1666). Κατατάχτηκε στο τάγμα των Ιησουιτών. Στάλθηκε στην Κίνα, όπου εξαιτίας των αστρονομικών του γνώσεων κέρδισε τη γενική αναγνώριση. Ο αυτοκράτορας Τιεν Κι, εκτός των άλλων του ανάθεσε την… …   Dictionary of Greek

  • εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… …   Dictionary of Greek

  • αδαμιαίος — α, ο (Α ἀδαμιαῑος, α, ον) [Ἀδάμ] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική γύμνια όπως τού Αδάμ («αδαμιαία περιβολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στον Αδάμ, κατά συνέπεια ο ανθρώπινος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀδαμιαῑοι το γένος, οι …   Dictionary of Greek

  • Адам — У этого термина существуют и другие значения, см. Адам (значения). Адам (ивр. אָדָם‎) …   Википедия

  • πρωτόπλαστος — η, ο / πρωτόπλαστος, ον, ΝΜΑ 1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι ο Αδάμ και η Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πλαστός (< πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”